δίπυλος

δίπυλος
, -η, -ο (Α δίπυλος, -ον)
1. αυτός που έχει δύο πύλες, δίθυρος
2. το ουδ. ως ουσ. το Δίπυλον
η κύρια πύλη τού τείχους της αρχαίας Αθήνας στον Κεραμεικό απ' όπου ξεκινούσε η Ιερά Οδός
αρχ.
1. ναός τού Ιανού στη Ρώμη
2. υπερώο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δίπυλος — η, ο αυτός που έχει δύο πύλες: Είναι δίπυλος ναός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δίπυλον — δίπυλος double gated masc/fem acc sg δίπυλος double gated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπύλου — δίπυλος double gated masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπύλῳ — δίπυλος double gated masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”