- δίπυλος
- , -η, -ο (Α δίπυλος, -ον)1. αυτός που έχει δύο πύλες, δίθυρος2. το ουδ. ως ουσ. το Δίπυλονη κύρια πύλη τού τείχους της αρχαίας Αθήνας στον Κεραμεικό απ' όπου ξεκινούσε η Ιερά Οδόςαρχ.1. ναός τού Ιανού στη Ρώμη2. υπερώο.
Dictionary of Greek. 2013.